συγκεντρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
(για κύκλο, καμπύλη ή αντικείμενο κυκλικού σχήματος) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με άλλον, ομόκεντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη].
-ή, -ό, Ν
(για κύκλο, καμπύλη ή αντικείμενο κυκλικού σχήματος) αυτός που έχει το ίδιο κέντρο με άλλον, ομόκεντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κέντρο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Γ. Κ. Βούρη].