συγκεφαλαίωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, sum total, Nicom.Ar.1.16, Iamb. in Nic. p.64 P.

German (Pape)

[Seite 967] τό, die Summe zusammengerechneter Zahlen, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

συγκεφᾰλαίωμα: τό, τὸ ὁλικὸν ἄθροισμα, Ἰαμβλ. Ἀριθμ. 90C. κτλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α συγκεφαλαιώ
το ολικό άθροισμα.