άθροισμα

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄθροισμα και ἅθροισμα) ἀθροίζω
νεοελλ.
το αποτέλεσμα της πρόσθεσης, σύνολο, σούμα
αρχ.
1. συνάθροιση, συγκέντρωση
2. το συγκεντρωμένο πλήθος
3. η συνδρομή, δηλ. η συγκέντρωση τών ατόμων για τη συγκρότηση ενός συνόλου.