συγκληΐω

English (LSJ)

Ionic for συγκλείω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. συγκλείω.

German (Pape)

ion. statt συγκλείω.

Russian (Dvoretsky)

συγκληΐω: ион. = συγκλείω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκληΐω Ion. voor συγκλείω.