συγκρατέον

English (LSJ)

(συγκεράννυμι) one must mingle, Pl.Phlb. 62b.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾱτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συγκεράννυμι, δεῖ συγκεραννύναι, Πλάτ. Φίληβ. 62Β.

German (Pape)

Adj. verb. zu συγκεράννυμι.

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾱτέον: adj. verb. к συγκεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκρᾱτέον [συγκεράννυμι] adj. verb. van συγκεράννυμι er moet gemengd worden.