συκόμορον

English (LSJ)

τό, fruit of the συκόμορος, Str.17.2.4, Dsc.1.127, Gal.6.617, Ath.2.51b: also the tree, Dsc. l.c.

German (Pape)

[Seite 973] τό, die Frucht des συκόμορος, Maulbeerfeige, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fruit du sycomore.
Étymologie: συκόμορος.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκόμορον: τό, ὁ καρπὸς τῆς συκομόρου, Στράβ. 823, Διοκ. 1. 181, Ἀθήν. 51Β.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. συκόμουρο.

Greek Monotonic

σῡκόμορον: τό, καρπός του δέντρου συκόμορος, σε Στράβ.

Middle Liddell

σῡκό-μορον, ου, τό,
the fruit of the συκόμορος, Strab.