συκόμορος
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ἡ, (μόρον) sycamore fig, Ficus sycomorus, Cels.5.18.7; cf. συκάμινος ΙΙ. (Heb. shikemah.)
German (Pape)
[Seite 973] ἡ, der Maulbeerfeigenbaum, ein ägyptischer Feigenbaum, der die Frucht am Stamme trägt, Theophr. u. Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
sycomore, ou figuier d'Égypte.
Étymologie: σῦκον, μόρον.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκόμορος: ἡ, (μόρον) ἡ συκῆ ἅμα καὶ μορέα, Αἰγύπτιον μέγα δένδρον, φέρον τὸν καρπὸν ἐπὶ τῶν κλάδων καὶ ἔχον φύλλα οἷα καὶ ἡ λευκὴ συκάμινος, Ficus sycomorus, Διοσκ. 1. 181, Πλίν. 13. 14· παρὰ Θεοφρ. καλεῖται συκάμινος ἡ Αἰγυπτία, π. Φυτ. Ἱστ. 1, 1, 7., 14. 2· ἐκαλεῖτο δὲ ἡ συκόμορος πολλάκις ἁπλῶς συκάμινος, ὡς παρὰ Στράβ. 823, Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διόδ. 1. 34, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 6. (Τὸ Ἑβραϊκὸν ὄνομα εἶναι sikemah).
Greek Monolingual
ἡ, Α συκόμορον
συκομουριά.
Greek Monotonic
σῡκόμορος: ἡ (μόρον), συκομουριά, είδος Αιγυπτιακής καταγωγής, που φέρει τον καρπό πάνω στα κλαδιά και έχει παρόμοια φύλλα με τη λευκή μουριά· ονομαζόταν επίσης συκάμινος ἡ Αἰγυπτία, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
σῡκό-μορος, ἡ, μόρον
the fig-mulberry, an Egyptian kind that bears its fruit on the branches, called also συκάμινος ἡ Αἰγυπτία, Theophr.