συμβίωσις

English (LSJ)

συμβιώσεως, ἡ,
A living with, companionship, Plb.5.81.2, etc.; μετά τινος Id.31.25.10; μετὰ φίλων Phld.Ir.p.78 W.; συμβίωσιν θεοῦ ἔχειν LXX Wi.8.3; of wedded life, D.S.4.54, IG5(1).578.12 (Sparta), 1390.8 (Andania, i B.C.), BGU1102.10 (i B.C.), Vett.Val.1.17, etc.; περὶ γυναικὸς συμβιώσεως, title of work by Antipater of Tarsus, Stoic.3.254.
2 good fellowship, camaraderie, Cic.Att.13.23.1.
II club, society, JHS54.75 (Smyrna), IG5(1).813 (loc. incert.).

German (Pape)

[Seite 978] ἡ, das Zugleichleben od. Zusammenleben, die gesellschaftliche Verbindung, Pol. 5, 81, 2; μετά τινος, 32, 11, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vie en commun, camaraderie, intimité.
Étymologie: συμβιόω.

Russian (Dvoretsky)

συμβίωσις: συμβιώσεως ἡ
1 совместная жизнь (μετά τινος Polyb., Diod.);
2 тесное общение, близость (τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συμβίωσις: ἡ, τὸ ζῆν μετά τινος, συνδιαίτησις, συνδιαμονή, Πολύβ. 5. 81, 2, Κικ. πρ. Ἀττ. 13, 23, κτλ.· μετά τινος Πολύβ. 32. 11, 10· ἐπὶ βίου ἐγγάμου, Διόδ. 4. 54, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1433, κ. ἀλλ. ΙΙ. = συμβία, αὐτόθι 5006.