society
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. ἡ τῶν ἀνθρώπων, κοινωνία.
association, club: Ar. and P. σύνοδος, ἡ, P. ἑταιρεία, ἡ, σύστασις, ἡ.
company: P. and V. συνουσία, ἡ, ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ; see company.
delight in anyone's society: use P. and V. ἥδεσθαι συνών τινι.
learn also to be a boon-companion and a man of society: Ar. προσμάνθανε συμποτικὸς εἶναι καὶ συνουσιαστικός (Vespae 1208).