συμπεριληπτέον
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριληπτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ περιλαμβάνω, πρέπει τις νὰ συμπεριλάβῃ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Θεοφράστου.
συμπεριληπτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ περιλαμβάνω, πρέπει τις νὰ συμπεριλάβῃ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Θεοφράστου.