συμπεριλύω

English (LSJ)

release, dub.l. in POxy.259.25 (i A.D.).

Greek Monolingual

Α περιλύω
1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως
2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.).