συμπεριστέλλω

English (LSJ)

help in cloaking, ἁμαρτίας Plb.10.22.9.

German (Pape)

[Seite 986] mit od. zugleich bekleiden, verdecken, τὰς ἁμαρτίας Pol. 10, 25, 9.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριστέλλω: помогать скрыть (τὰς ἁμαρτίας Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριστέλλω: περιστέλλω, περικαλύπτω ὁμοῦ, συμπεριστέλλοντας ἁμαρτίας Πολύβ. 10. 25, 9.

Greek Monolingual

Α περιστέλλω
συγκαλύπτω («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», Πολ.).