συμποιώ
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ ποιῶ
συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῦν
τος αὐτοῖς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)
αρχ.
συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.).
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ ποιῶ
συνεργώ στο να γίνει κάτι («συμποιοῦν
τος αὐτοῖς τοῦ Φίλωνος», πάπ.)
αρχ.
συνθέτω ποίημα από κοινού με άλλον («Εὐριπίδῃ.. συνεποίεις... τὴν τραγῳδίαν», Αριστοφ.).