συμφαγεῖν

German (Pape)

[Seite 991] aor. II. zu συνεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

συμφᾰγεῖν: inf. aor. 2 к συνεσθίω.

Greek (Liddell-Scott)

συμφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συνεσθίω, Πλάτ. Νόμ. 881D.

Greek Monotonic

συμφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συνεσθίω.