συνεσθίω

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεσθίω Medium diacritics: συνεσθίω Low diacritics: συνεσθίω Capitals: ΣΥΝΕΣΘΙΩ
Transliteration A: synesthíō Transliteration B: synesthiō Transliteration C: synesthio Beta Code: sunesqi/w

English (LSJ)

aor. συνέφᾰγον, eat together, Charon 10, Arist.EE1245a13; συμπιεῖν καὶ συμφαγεῖν SIG1179.19 (Cnidus, Tab.Defix.): c. dat., Pl.Lg.881d, Ev.Luc.15.2; μετά τινων LXX Ge.43.32, Ep.Gal.2.12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εσθίω samen met... eten, met dat.

German (Pape)

(ἐσθίω), mit od. zugleich essen, Arist. eth. Eud. 7.12.

Russian (Dvoretsky)

συνεσθίω: (fut. συνέδομαι, aor. 2 συνέφᾰγον) вместе есть, есть за общим столом (τινί Plat.): τὸ σ. καὶ τὸ συμπίνειν Arst. совместный прием пищи и питья; οἱ συνεσθίοντες Plut. сотрапезники.

Greek (Liddell-Scott)

συνεσθίω: ἀόρ. β΄ συνέφᾰγον, ἐσθίω ὁμοῦ, συντρώγω, Χάρων ἐν Ἀποσπ. 10, Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδήμ. 7. 12, 9· τινί, μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 881D.

English (Strong)

from σύν and ἐσθίω (including its alternate); to take food in company with: eat with.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. τρώω μαζί με άλλον, συντρώγω («Πέτρος... μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν», Ωριγ.)
2. τρώω κάτι μαζί με κάτι άλλο («πικρίδας συνήσθιε τοῖς ἄρτοις τοῖς οὐκ ἐζυμωμένοις», Κύρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐσθίω «τρώω»].

Chinese

原文音譯:sunesq⋯w 尋-誒士提哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:共同-喫 相當於: (אָכַל‎)
字義溯源:一同喫飯,同喫,喫鈑,喫;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἐσθίω / ἔσθω)=喫)組成,而 (ἐσθίω / ἔσθω)出自(ἑδραίωμα)X*=喫)
出現次數:總共(5);路(1);徒(2);林前(1);加(1)
譯字彙編
1) 他⋯喫飯(1) 加2:12;
2) 同⋯喫飯(1) 路15:2;
3) 喫飯(1) 林前5:11;
4) 一同喫飯了(1) 徒11:3;
5) 同喫(1) 徒10:41

French (New Testament)

manger avec ; prendre de la nourriture ensemble
[σύν, ἐσθίω]