συνέμεν

English (LSJ)

Dor. aor. 2 inf. of συνίημι (q.v.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνέμεν Dor. inf. stamaor. van συνίημι.

Russian (Dvoretsky)

συνέμεν: Pind. inf. к σινίημι.

Greek (Liddell-Scott)

συνέμεν: ἀντὶ συνεῖναι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ συνίημι, Πίνδ.

Greek Monotonic

συνέμεν: αντί συνεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του συνίημι.