Dor. aor. 2 inf. of συνίημι (q.v.).
συνέμεν Dor. inf. stamaor. van συνίημι.
συνέμεν: Pind. inf. к σινίημι.
συνέμεν: ἀντὶ συνεῖναι, ἀπαρ. ἀορ. τοῦ συνίημι, Πίνδ.
συνέμεν: αντί συνεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του συνίημι.