συνένωσις

Greek (Liddell-Scott)

συνένωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς ἓν ἕνωσις, μίαν ἑνότητα σημαίνων τῆς τοῦ λόγου συνενώσεως Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 487Α, 485Α.