Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
συνέχιση
Greek Monolingual
η, Ν η ενέργεια του συνεχίζω, το να συνεχίζεται κάτι («η συνέχιση της απεργίας θα ήταν σφάλμα»). [ΕΤΥΜΟΛ.<συνεχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συνέχισις, μαρτυρείται από το 1868 στον Αριστείδη Κυπριανό].