συναίνυμαι

English (LSJ)

gather up, Λητὼ δὲ συναίνυτο τόξα Il.21.502.

German (Pape)

[Seite 997] (s. αἴνυμαι) zusammennehmen, Λητὼ δὲ συναίνυτο τόξα Il.21, 502.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. 3ᵉ sg. épq. συναίνυτο;
prendre ensemble, recueillir.
Étymologie: σύν, αἴνυμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αίνῠμαι bijeenrapen. Il. 21.502.

Russian (Dvoretsky)

συναίνῠμαι: собирать, подбирать (τόξα Hom.).

English (Autenrieth)

ipf. συναίνυτο: take together, gather up, Il. 21.502†.

Greek Monolingual

Α
συναθροίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἴνυμαι «λαμβάνω»].

Greek Monotonic

συναίνῠμαι: αποθ., συναθροίζω, συνάγω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

συναίνυμαι: ἀποθετ., συνάγω, συναθροίζω, Λητὼ δὲ συναίνυτο τόξα Ἰλ. Φ. 502.

Middle Liddell

Dep. to take up, Il.