συναιώρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, oscillation, Pl.Ti.80d.

German (Pape)

[Seite 997] ἡ, das Mit- oder Zugleichaufhängen, -aufheben, Plat. Tim. 80 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναιώρησις -εως, ἡ [συναιωρέομαι] het mee op en neer schommelen. Plat. Tim. 80d.

Russian (Dvoretsky)

συναιώρησις: εως ἡ восхождение, подъем Plat.

Greek (Liddell-Scott)

συναιώρησις: ἡ, τὸ αἰωρεῖσθαι ὁμοῦ, Πλάτ. Τίμ. 80D.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συναιωροῦμαι
το να αιωρείται κάτι μαζί με κάτι άλλο.