συναλλακτής

English (LSJ)

συναλλακτοῦ, ὁ,
A mediator, negotiator, Id.
II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.

Greek Monolingual

και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.