συναποβιάζομαι

English (LSJ)

Med., assist in checking or repressing by force, Arist.HA581a24, Pr.962a7.

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich erzwingen, Arist. H. A. 7, 1.

Russian (Dvoretsky)

συναποβιάζομαι: сдерживать, подавлять силой Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συναποβιάζομαι: μέσ., βοηθῶ εἰς ἀναχαίτισιν ἢ περιστολὴν διὰ τῆς βίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 4, Προβλ. 33. 5.

Greek Monolingual

Α
βοηθώ σε αναχαίτιση ή σε καταστολή με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποβιάζομαι «ωθώ προς τα πίσω, χρησιμοποιώ βία»].