συναποκάμνω

English (LSJ)

cease from weariness together, E.IT 1371.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. κάμνω), mit od. zugleich bei der Arbeit ermüden, ὥςτε συναποκαμεῖν μέλη Eur. I. T. 1371, u. in später Prosa.

French (Bailly abrégé)

être fatigué ou épuisé en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκάμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποκάμνω samen uitgeput raken, tegelijk uitgeput raken.

Russian (Dvoretsky)

συναποκάμνω: одновременно уставать, сразу изнемогать Eur.

Greek Monolingual

Α
καταπονούμαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.

Greek Monotonic

συναποκάμνω: μέλ. -κᾰμοῦμαι, είμαι αποκαμωμένος από την κούραση από κοινού με άλλους, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκάμνω: ἀποκάμνω ὁμοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 1371.

Middle Liddell

fut. -κᾰμοῦμαι
to cease from weariness together, Eur.