συναποκλείω

English (LSJ)

shut up altogether, LXX 1 Ki.1.5,6 cod. A.

German (Pape)

[Seite 1002] mit verschließen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκλείω: ἀποκλείω ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.).

Greek Monolingual

ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).