συναποκρύπτω
English (LSJ)
join in concealing, Ael.NA7.25; conceal together, LXX Ep.Je.48, Lib.Descr.13.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκρύπτω: ἀποκρύπτω ὁμοῦ, τὸ δὲ στέρνον Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.
Greek Monolingual
Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.