συναποκόπτω

English (LSJ)

cut off together, Plu.2.529c:—Pass., Gal.14.247; of a final letter or syllable, A.D.Conj.255.6.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich abhauen, Plut. de vit. pud. 2.

French (Bailly abrégé)

retrancher avec.
Étymologie: σύν, ἀποκόπτω.

Russian (Dvoretsky)

συναποκόπτω: одновременно или вместе отсекать (τί τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συναποκόπτω: ἀποκόπτω ὁμοῦ, εὐλαβεῖται μὴ λάθῃ τούτοις συναποκόψας τὸ αἰδούμενον Πλούτ. 2. 529C· εἰ συναπεκόπτετο τὸ ρ Ἀνέκδ. Βεκκ. 523, 6.

Greek Monolingual

Α
αποκόπτω κάτι μαζί με κάτι άλλο.