συνδιανοέομαι

English (LSJ)

deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν.. Id.31.12.7.

German (Pape)

[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-οοῦμαι;
délibérer avec.
Étymologie: σύν, διανοέομαι.

Russian (Dvoretsky)

συνδιανοέομαι: вместе обдумывать, совещаться (τινι περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.

Greek Monotonic

συνδιανοέομαι: αποθ., συσκέπτομαι, διαβουλεύομαι από κοινού με, τινι, σε Πολύβ.

Middle Liddell

Dep. to deliberate with, τινι Polyb.