συσκέπτομαι
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
English (LSJ)
= συσκοπέω, Sm.Ps.2.2. Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1042] (ergänzt συσκοπέω), mit, zusammen betrachten, überlegen; κοινῇ μετ' ἐμοῦ σοι συσκεπτέον Plat. Soph. 218 b; Sp., wie Hdn. 1, 17.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
ανταλλάσσω γνώμες με άλλους για λήψη κοινής απόφασης, μετέχω σε σύσκεψη
αρχ.
1. θεωρώ, εξετάζω
2. μελετώ
3. σχεδιάζω κακό, μηχανορραφώ.
Russian (Dvoretsky)
συσκέπτομαι: вместе рассматривать, сообща исследовать Plat.