συνδιαρράπτω

English (LSJ)

sew together, μυσὶ τοὺς τένοντας Gal.13.601.

Greek Monolingual

Α
συρράπτω κάτι με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαρράπτω «συναρμολογώ, συρράπτω»].