συνδιοίκηση
Greek Monolingual
η, Ν συνδιοικώ
1. διοίκηση που ασκείται από κοινού
2. (κοινων.) καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη διοίκηση και διαχείριση τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων.
η, Ν συνδιοικώ
1. διοίκηση που ασκείται από κοινού
2. (κοινων.) καθεμιά από τις διάφορες μορφές συμμετοχής τών εργαζομένων στη διοίκηση και διαχείριση τών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων.