συνδιόλλυμι
English (LSJ)
kill together, E.Fr.551:—Pass., perish together, Procop.Arc.19.
German (Pape)
[Seite 1009] (s. ὄλλυμι), mit oder zugleich verderben, tödten, Eur. Oed. fr. 10.
Russian (Dvoretsky)
συνδιόλλῡμι: одновременно губить (ἀπώλεσ᾽ αὐτὸν κἀμὲ συνδιώλεσεν Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιόλλῡμι: διόλλυμι, καταστρέφω, φονεύω ὁμοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 555. ― Παθητ., καταστρέφομαι ὁμοῦ, Γρηγ. Ναζ. ἐν Καταλόγῳ Clark σ. 39, 5.
Greek Monolingual
Α
φονεύω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διόλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω»].