συνεξίσταμαι

English (LSJ)

Pass., make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.

German (Pape)

[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.

Russian (Dvoretsky)

συνεξίσταμαι: (fut. συνεκστήσομαι, aor. 2 συνεξέστην) вместе выходить (на бой), одновременно выступать Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.

Greek Monolingual

Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.