συνεξιώμαι

Greek Monolingual

-άομαι, Α
θεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»].