συνεπικαίω

English (LSJ)

set on fire together, ἅμα Thphr. CP 5.17.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικαίω: ἐπικαίω ὁμοῦ, τινί τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17. 6.

Greek Monolingual

Α ἐπικαίω
βάζω φωτιά σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.