συνεπικλίνω

English (LSJ)

[ῑ], incline at the same time, Gal.6.151 (Pass.), Dam.Pr.168.

Greek Monolingual

Α ἐπικλίνω
κλίνω προς άλλο σημείο από κοινού ή ταυτοχρόνως με άλλον.