συνευνέτις

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
c. σύνευνος.
Étymologie: fém. de συνευνέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτις -ιδος, ἡ, Att. ook ξυνευνέτις [συνευνέτης] bedgenote.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. zu συνευνέτης, Bettgenossin, Eur. Andr. 909, τὴν ξυνευνέτιν.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτις: ῐδος ἡ Eur. = ἡ σύνευνος.

Middle Liddell

συνευνέτις, ιδος,
a wife or concubine, Eur.