συνεφαπτομένη
Greek Monolingual
η, Ν
μαθημ. τριγωνομετρική συνάρτηση που συσχετίζει κάθε γωνία με ορισμένο αριθμό ίσο με την εφαπτομένη του συμπληρώματος της γωνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. του συνεφάπτομαι «συνάπτομαι, εφάπτομαι»].