συνημμένως

English (LSJ)

Adv. of συνάπτω, connectedly, Gal.19.84, Alex.Aphr. in Metaph.467.2, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

συνημμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ συνάπτω, ἐν συναφείᾳ, Ἀλεξ. Ἀφρ., Γαλην.· τινός, μετά τινος, Schneid. Ecl. Phys. 1. 479.

Greek Monolingual

ΝΑ, και συνημμένα Ν
επίρρ. μαζί, ενωμένα
αρχ.
(για τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας) αποτελώντας ένα ενιαίο σύνολο.

German (Pape)

adv. part. perf. pass. von συνάπτω, zusammenhangend, verknüpft, Sp.