συνθεώμαι

Greek Monolingual

-άομαι, Α
(αποθ.)
1. (για θεατές κατά τη διάρκεια αγώνων) βλέπω, παρακολουθώ μαζί με άλλον ή με άλλους
2. εξετάζω κάτι μαζί με άλλον ή με άλλους
3. μτφ. περιλαμβάνω μία οπτική εικόνα σε ένα μόνο βλέμμα μου, ρίχνω μόνον μια ματιά («συνθεασάμενος ἀτάκτως παραπλέοντα τὸν... στόλον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θεῶμαι «βλέπω, παρακολουθώ»].