συνθιασίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, = συνθιασώτης, PGrenf.1.31.5 (ii B.C.), Demitsas Μακεδ. p.319 (Ressova): fem. συνθῐᾰσῖτις, ιδος, ἡ, PEnteux.21.2 (iii B.C.), Inscr.Délos 1403 Bb ii 94(ii B.C.).
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. συνθιασῖτις, -ίτιδος, Α
αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θιασίτης «θιασώτης, μέλος θρησκευτικού θιάσου»].