Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
συνθλῶ, -άω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνθλῶ και συμφλῶ, -άω, Α1. θραύω κάτι συμπιέζοντάς το, συντρίβω2. (κατ' επέκτ.) καταστρέφω εντελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θλῶ «σπάζω, συντρίβω»].