συνθυσιάζω

English (LSJ)

sacrifice together, Eulogius ap.Phot.Bibl.p.536B.

Greek (Liddell-Scott)

συνθῠσιάζω: θυσιάζω ὁμοῦ, Ἄβελ τῷ Κάϊν... συνεθυσίαζε Εὐλόγ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 536. 33.

Greek Monolingual

Μ θυσιάζω
θυσιάζω μαζί με κάποιον άλλο.