συννέμησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, relation, πρὸς τὸν χρόνον Plu.2.393a.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
συννέμησις: εως ἡ отношение (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συννέμησις: -εως, ἡ, σχέσις, πρός τι, κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν Πλούτ. 2. 393Α.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
σχέση προς κάτι, αναφορά προς κάτι («κατὰ τὴν πρὸς τὸν χρόνον συννέμησιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συννέμω. Για το δισύλλαβο θ. συν-νεμη- βλ. και λ. νέμω.