Ν σύνορο1. έχω κοινά σύνορα με κάποιον, είμαι όμορος2. φρ. «συνορεύουσα ζώνη»ναυτ. η διαχωριστική θαλάσσια ζώνη μεταξύ τών χωρικών και τών διεθνών υδάτων.