συντέλεση

Greek Monolingual

η / συντέλεσις, -έσεως, ΝΑ συντελώ
1. αποπεράτωσησυντέλεσις τοῦ ναοῦ», επιγρ.)
2. τερματισμός
νεοελλ.
πραγματοποίηση.