Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
ο, Ν τερματίζω1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τερματίζω, περάτωση, τέλος, λήξη, κατάληξη2. (αθλ.) η άφιξη στο τέρμα όπου ολοκληρώνεται η απόσταση ενός αγωνίσματος ταχύτητας ή αντοχής3. μτφ. σταμάτημα, διακοπή.