συνταγματικότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του συνταγματικού, το να είναι κάτι σύμφωνο με τις διατάξεις του συντάγματος («αμφισβητείται η συνταγματικότητα του νέου νόμου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταγματικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνταγματικότης, μαρτυρείται από το 1831 στην εφημερίδα Απόλλων].