συνταρακτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
αυτός που συνταράσσει («έμαθα συνταρακτικά νέα»).
επίρρ...
συνταρακτικά Ν
με τρόπο που συνταράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταράσσω + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια].
-ή, -ό, Ν
αυτός που συνταράσσει («έμαθα συνταρακτικά νέα»).
επίρρ...
συνταρακτικά Ν
με τρόπο που συνταράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνταράσσω + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια].