συνταύτιση

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνταυτίζω, ταύτιση πραγμάτων, γνωμών ή απόψεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταύτιση. Η λ., στον λόγιο τ. συνταύτισις, μαρτυρείται από το 1846 στον Θεόδ. Μανούση].