συνταυτίζω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

Ν
1. ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο
2. μέσ. συνταυτίζομαι
γίνομαι όμοιος με κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βραΐλα].